μπέρδεμα — το, ατος ανακάτωμα, σύγχυση, περιπλοκή: Υπήρξε μεγάλο μπέρδεμα με τις λίστες των αγνοουμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άντεμα — το (κ. ντέσιμο) [αντένω] 1. παροδική συντυχία ή συνάντηση 2. μπλέξιμο, μπέρδεμα 3. μοίρα, γραφτό … Dictionary of Greek
ανακάτωμα — το 1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη 2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη τής κανονικής τους θέσης, ακαταστασία 3. ανάμιξη πραγμάτων 4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή 5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα 6. αναστάτωση, σύγχυση,… … Dictionary of Greek
αξεμπέρδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ξεμπερδεύτηκε, που δεν απαλλάχθηκε από μπέρδεμα, περιπλοκή 2. αδιευκρίνιστος, ατακτοποίητος, αξεκαθάριστος 3. (για πρόσωπο) αυτός που δεν εξοντώθηκε … Dictionary of Greek
εμπλοκή — η (AM ἐμπλοκή) προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο νεοελλ. 1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι 2. η πρώτη φάση τής μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό 3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού… … Dictionary of Greek
ενσχοίνιση — η [σχοινί] περιπλοκή, μπέρδεμα ποδιού ζώου στο σχοινί προσδέσεως με πρόκληση εκδορών … Dictionary of Greek
επάλλαξις — ἐπάλλαξις, η (Α) 1. επαλλαγή, συναλλαγή 2. ανάμιξη 3. συναρμογή, σύναψη 3. διασταύρωση («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις γίγνεσθαι τοῡ τοιούτου χάρακος», Πολ.) 4. περιπλοκή, μπέρδεμα 5. παραλλαγή χαρακτηριστικών 6. εναλλαγή… … Dictionary of Greek
επιπλοκή — η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω] μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή νεοελλ. 1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση 2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που… … Dictionary of Greek
κάθαμμα — το (Α κάθαμμα) το μέσο με το οποίο δένεται κάτι, δεσμός, δέσιμο, κόμπος αρχ. 1. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα («κάθαμμα λύειν λόγου» να λύνεις περίπλοκο ζήτημα, Ευρ.) 2. παροιμ. «κάθαμμα λύεις» για κάποιον που επιχειρεί κάτι δύσκολο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καταπλοκή — καταπλοκή, ἡ (AM [καταπλέκω] μσν. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία αρχ. 1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή 2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή … Dictionary of Greek